- αβοκέτη
- Πουλί καλοβατικό, της τάξης των χαραδριόμορφων. Τον χειμώνα ζει στις βόρειες περιοχές της Ασίας και της Αφρικής. Την άνοιξη μεταναστεύει στην κεντρική Ασία και στην Ευρώπη, όπου φτάνει έως την Ολλανδία και τη Δανία. Στην Ελλάδα είναι διαβατικό από τις νότιες και τις κεντρικές περιοχές και μεταναστευτικό στη Μακεδονία και στη Θράκη, όπου κάνει τη φωλιά του σε μικρές κοιλότητες του εδάφους, που ανοίγει με το στήθος του και γεννάει εκεί 4-5 αβγά. Η α. έχει χαρακτηριστικά λεπτό, μακρύ και ευλύγιστο ράμφος, με το άκρο προς τα πάνω, που της επιτρέπει vα ανακατεύει στο βάθος των στάσιμων νερών, κοντά στα οποία ζει, και vα αναζητεί εκεί την τροφή της. Έχει μακριά και λεπτά πόδια και κολυμπάει πολύ καλά, χάρη στην ανεπτυγμένη μεμβράνη που ενώνει τα τρία μπροστινά της δάχτυλα. Η α. έχει το μέγεθος του φασιανού. Το φτέρωμά της είναι γενικά άσπρο και σε ένα μέρος του κεφαλιού, του λαιμού και των φτερών μαύρο. Είναι ωφέλιμη στη γεωργία, την κυνηγούν όμως πολύ για το εύγευστο κρέας της.
Dictionary of Greek. 2013.